- επαναβάλλω
- ἐπαναβάλλω (AM)μσν.θυμάμαι, ξαναφέρνω κάτι στον νου μουαρχ.1. ρίχνω κάτι επάνω2. μέσ. έπαναβάλλομαιρίχνω ένα ρούχο στους ώμους μουβ) αναβάλλω, βραδύνω, καθυστερώ για ενέργεια3. ανασηκώνω, υψώνω, σηκώνω επάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα-βάλλω].
Dictionary of Greek. 2013.